Μετά τη νεκρώσιμη τελετή για τον Πάτροκλο, ο Αχιλλέας
διοργανώνει προς τιμή του αθλητικούς αγώνες, στους οποίους δεν παίρνει μέρος ο
ίδιος παρά είναι αυτός που προσφέρει τα έπαθλα. Ο Όμηρος περιγράφει
διαδοχικά αγώνες αρματοδρομίας, πυγμαχίας, πάλης, δρόμου, δισκοβολίας,
τοξοβολίας, ακοντισμού και μονομαχίας με πολεμική εξάρτηση. Τα πολυτιμότερα βραβεία πάνε στους νικητές, όμως όλοι οι αγωνιζόμενοι βραβεύονται. Βραβείο
απονέμεται τιμητικά και στον σοφό γέροντα Νέστορα. Στην αρματοδρομία παίρνει
μέρος και ο γιος του, Αντίλοχος, ο οποίος ακούει τις οδηγίες τού πατέρα του πριν
τον αγώνα.
![]() |
| Ο Αχιλλέας απονέμει τιμητικό βραβείο στον Νέστορα (ελαιογραφία τού Charles-Philippe Larivière | πηγή εικόνας) |
[ Ιλιάδα Ψ301-325 ]
Τέταρτος έζεψεν ο Αντίλοχος τα ωριότριχα άλογά του,
ο αρχοντικός υγιός του Νέστορα, του ρήγα του αντρειωμένου ·
κι ήταν της Πύλος τ᾿
άτια γέννημα, που τού' σερναν τ᾿ αμάξι
γοργά. Κι ο κύρης του ζυγώνοντας για το καλό του τότε
μιλούσε γνωστικά, κι ας ήτανε κι ο γιος του μυαλωμένος :
« Κι αν είσαι ακόμα νιος, Αντίλοχε, μα ο Δίας κι ο
Ποσειδώνας
σε αγάπησαν, και τ᾿
άτια σού' μαθαν να κυβερνάς με τέχνες
λογής λογής · μπορούσαν νά' λειπαν λοιπόν οι συβουλές μου.
Καλά κατέχεις πώς το αμάξι σου να στρίψεις στα σημάδια ·
όμως περίσσια οκνά είναι τ᾿
άτια σου, και λέω πως θα την πάθεις.
Των άλλων τ᾿ άλογα
πιο γρήγορα, μ᾿ ατοί τους δεν κατέχουν
να σοφιστούνε τέχνες πιότερες απ᾿ ό,τι εσύ στο νου τους.
Μον᾿ έλα, γιε μου,
και στα φρένα σου στοχάσου τέχνες τώρα
λογής λογής, μέσα απ᾿
τα χέρια σου μην τα βραβεία ξεφύγουν.
Ο νους τον κάνει, κι όχι η δύναμη, τον άξιο το λοτόμο ·
ο νους τον καπετάνιο το άρμενο στο πέλαο το κρασάτο
να κουμαντάρει, σύντας οι άνεμοι το δέρνουν πέρα δώθε ·
ο νους και τον που τρέχει στ᾿
άλογα βοηθά και πρώτος φτάνει ·
τι ο που θαρρεύεται στα γρήγορα κι αμάξια και φαριά του
και κάνει ανέγνοιαστος απόγυρους μεγάλους δώθε κείθε,
χάνουν τον ίσιο δρόμο τ᾿
άτια του και κρατημό δεν έχουν.
Μα ο που λαλεί φαριά πιο μπόσικα και ξέρει πώς κερδίζουν,
στήνει τα μάτια στο ακροσήμαδο, ξυστά το φέρνει βόλτα,
κι ουδέ στιγμή ξεχνάει τα νιόλουρα με σιγουριά να σέρνει,
κι όλο γραμμή τραβάει κοιτάζοντας τον μπροστινό του πάντα.
Τον αγώνα
παρακολουθούν με προσήλωση οι υπόλοιποι αρχηγοί· παθιάζονται, πειράζουν ο ένας
τον άλλο, λογομαχούν για το ποιος θα είναι τελικά ο νικητής, και βάζουν
στοιχήματα. Το κλίμα που μας δίνει ο Όμηρος είναι το υπέροχο, θερμό κλίμα μιας
κερκίδας πραγματικών φιλάθλων.
Τελικά, κερδίζει
ο Διομήδης. Ο Αντίλοχος, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, καταφέρνει να τερματίσει δεύτερος, παρότι τα άλογά του υστερούσαν σε σχέση με αυτά του Μενέλαου, που
έρχεται τρίτος. Ύστερα έρχεται ο Μηριόνης και τελευταίος ο Εύμηλος, του οποίου έχει σπάσει ο ζυγός τού άρματος στη μέση τού αγώνα και αναγκάζεται να το σύρει ο ίδιος και να τερματίσει πεζός, ενώ ταυτόχρονα συγκρατεί τ΄ άλογά του μόνο με τα λουριά. Όλοι ενθουσιάζονται από το σθένος του και θέλουν να του απονεμηθεί το
δεύτερο βραβείο. Ο Αντίλοχος όμως διαμαρτύρεται· λέει στον Αχιλλέα πως αν θέλει
να τιμήσει τον τελευταίο περισσότερο, θα πρέπει να πάει να φέρει άλλο βραβείο, και όχι να του στερήσει το δικό του. Ο Αχιλλέας χαμογελά, ικανοποιημένος για το τσαγανό τού νέου, και εισακούει.
Σε αυτό το πνεύμα οι Έλληνες ενωμένοι απολαμβάνουν το παιχνίδι· το πνεύμα που ακτινοβόλησε και από την αρχαία Ολυμπία: ο σπουδαίος αθλητής σήμαινε σπουδαίο συμπολίτη και συμπολεμιστή. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρούνται αυτοί που έγιναν το 776 π.Χ., μόλις λίγες δεκαετίες πριν την περίοδο που οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν τη συγγραφή των ομηρικών επών. Οι Αγώνες, αρχικά, είχαν τοπικό χαρακτήρα και ένα μοναχά αγώνισμα, το δρόμο ταχύτητας του σταδίου. Με τα χρόνια προστέθηκαν κι άλλα αγωνίσματα, συμμετείχαν αθλητές από όλο και ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, ενώ παράλληλα η Ολυμπία αναπτυσσόταν και άρχίζε να αποκτά αίγλη πανελλαδική που έφτασε στο απόγειό της δύο αιώνες αργότερα.
Τον ιερό χώρο περιδιαβαίνει ο Νίκος Καζαντζάκης και φωτίζει με τα λόγια του το λησμονημένο θαύμα που χτίστηκε σιγά-σιγά στα χώματα αυτά.
Σε αυτό το πνεύμα οι Έλληνες ενωμένοι απολαμβάνουν το παιχνίδι· το πνεύμα που ακτινοβόλησε και από την αρχαία Ολυμπία: ο σπουδαίος αθλητής σήμαινε σπουδαίο συμπολίτη και συμπολεμιστή. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρούνται αυτοί που έγιναν το 776 π.Χ., μόλις λίγες δεκαετίες πριν την περίοδο που οι περισσότεροι μελετητές τοποθετούν τη συγγραφή των ομηρικών επών. Οι Αγώνες, αρχικά, είχαν τοπικό χαρακτήρα και ένα μοναχά αγώνισμα, το δρόμο ταχύτητας του σταδίου. Με τα χρόνια προστέθηκαν κι άλλα αγωνίσματα, συμμετείχαν αθλητές από όλο και ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, ενώ παράλληλα η Ολυμπία αναπτυσσόταν και άρχίζε να αποκτά αίγλη πανελλαδική που έφτασε στο απόγειό της δύο αιώνες αργότερα.
Τον ιερό χώρο περιδιαβαίνει ο Νίκος Καζαντζάκης και φωτίζει με τα λόγια του το λησμονημένο θαύμα που χτίστηκε σιγά-σιγά στα χώματα αυτά.
Απόσπασμα από την "Αναφορά στον Γκρέκο" (κεφ. ΙΖ’ - Προσκύνημα
στην Ελλάδα):
Κανένας λαός δεν
είχε κατανοήσει τόσο τέλεια την κρυφή και φανερή αξία του παιχνιδιού. Όταν η
ζωή κατορθώσει με τον καθημερινό αγώνα να νικήσει τους εχτρούς γύρα της —
φυσικές δυνάμες και θεριά, την πείνα, τη δίψα, την αρρώστια — τυχαίνει κάποτε
να της περισσεύει δύναμη. Τη δύναμη αυτή ζητάει να τη σπαταλήσει παίζοντας. Ο
πολιτισμός αρχίζει από τη στιγμή που αρχίζει το παιχνίδι. Όσο η ζωή μάχεται να
διατηρηθεί, να προστατευτεί από τους εχτρούς της, να κρατηθεί απάνω στη φλούδα
της γης, πολιτισμός δε γεννιέται. Γεννιέται από τη στιγμή που η ζωή
ικανοποιήσει τις πρώτες ανάγκες της κι αρχίσει να χαίρεται λίγη ανάπαψη.
Πώς να
χρησιμοποιήσει την ανάπαψη αυτή, πώς να τη μοιράσει στις διάφορες κοινωνικές τάξες,
πώς να την πληθύνει και να την εξευγενίσει όσο μπορεί; Από τη λύση που δίνει
στα προβλήματα αυτά η κάθε ράτσα κι η κάθε εποχή, κρίνεται η αξία κι η ουσία
του πολιτισμού της.
Πηγαινόρχουμαι μέσα
στα χαλάσματα της Άλτης, ξαναβλέπω με χαρά τις κοχυλοφόρες πέτρες που χτίστηκαν
οι ναοί. Οι χριστιανοί τις σύντριψαν, οι σεισμοί τις γκρέμισαν, οι βροχές κι οι
πλημμύρες του Αλφειού ξέπλυναν τη φανταχτερή τους πολυχρωμία. Τ' αγάλματα τα
έκαψαν, τα έκαμαν ασβέστη, λίγα μας απόμειναν, μα φτάνουν να παρηγορήσουν ακόμα
το νου μας. Μαζεύω δυο τρία κλαριά φλησκούνι που έχει φυτρώσει στη γούβα όπου
λένε πως στέκουνταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Φειδία, και τα δάχτυλά μου
γεμίζουν από το αιώνιο άρωμά τους.
Εδώ, στο μυστικό
αυτό χώρο, πριν από τους ανθρώπους οι θεοί είχαν παλέψει. Ο Δίας πάλεψε με τον
πατέρα του τον Κρόνο, να του πάρει τη βασιλεία· ο θεός του φωτός, ο Απόλλωνας,
νίκησε τον Ερμή στο τρέξιμο και τον Άρη στην πυγμαχία. Ο νους νίκησε το χρόνο,
το φως νίκησε τις σκοτεινές δυνάμες του δόλου και της βίας. Αργότερα, μετά τους
θεούς, αγωνίστηκαν εδώ ήρωες· ο Πέλοπας από την Ασία νίκησε τον αιμοχαρή
βάρβαρο Οινόμαο και του πήρε τη θυγατέρα που δάμαζε τ' άλογα, την Ιπποδάμεια. Ο
προχωρημένος, γαληνός, όλο χάρη
πολιτισμός της Ιωνίας νίκησε τους άξεστους εδώ ντόπιους, υπόταξε τ' άλογα,
στερέωσε τη δύναμη του ανθρώπου. Κι ένας
άλλος ήρωας, ο Ηρακλής, αφού καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, εδώ ήρθε και
πρόσφερε μεγάλες θυσίες στον καινούριο θεό, το Δία· και με τη στάχτη που
απόμεινε από τα σφαχτά που έκαψε σήκωσε βωμό και κήρυξε το πρώτο ολυμπιακό
παιχνίδι. Ολοένα με τις νέες στάχτες των θυσιών σηκώνουνταν και πιο αψηλά ο
θείος βωμός, κι η Ολυμπία γίνουνταν ολοένα το μέγα αργαστήρι, όπου οι φυλές των
Ελλήνων σφυροκοπούσαν τα προύντζινα κορμιά τους.
Όχι μονάχα για να
κάμουν τα κορμιά αυτά ωραία. Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την
τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν
οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό
νου. Κι ακόμα, για να μπορούν — σκοπός ανώτατος — να υπερασπίσουν το άστυ.
Η γυμναστική ήταν για
τους Έλληνες απαραίτητη προετοιμασία για την κοινωνική ζωή του πολίτη. Τέλειος
πολίτης ήταν εκείνος που, περνώντας από τα γυμναστήρια και τις παλαίστρες,
μπόρεσε να δουλέψει το σώμα του, να το δημιουργήσει ισχυρό κι αρμονικό, δηλαδή
ωραίο, και να το έχει έτοιμο να υπερασπίσει το Γένος. Κοιτάζεις ένα άγαλμα της
κλασικής εποχής και καταλαβαίνεις αμέσως αν ο άντρας που παριστάνει είναι
λεύτερος ή δούλος· το σώμα του τον φανερώνει. Ωραίο αθλητικό κορμί, στάση
ήρεμη, πειθαρχία του πάθους, είναι τα χαρακτηριστικά του ελεύτερου ανθρώπου. Ο
δούλος παριστάνεται πάντα παχύσαρκος ή καχεκτικός, με απότομες χειρονομίες,
αχαλίνωτες. Ο Διόνυσος, ο θεός της μέθης, στέκεται γαλήνιος· και γύρα του
ασχημονούν και κορδακίζουν, ολομέθυστοι, οι κατώτεροί του, οι δούλοι του, οι
Σειληνοί κι οι Σάτυροι.
Αρμονία νου και κορμιού, ιδού το υψηλό
ιδανικό του Έλληνα. Υπερτροφία του ενός εις βάρος του άλλου θεωρούνταν βάρβαρη.
Όταν άρχισαν οι Έλληνες να ξεπέφτουν, άρχισε και το σώμα του αθλητή να
υπερτροφεί και να σκοτώνει το πνέμα του. Ένας που διαμαρτυρήθηκε από τους
πρώτους και διαλάλησε τον κίντυνο που διατρέχει το πνέμα από τον αθλητισμό ήταν
ο Ευριπίδης. Κι αργότερα ο Γαληνός καταγγέλνει: «Να τρων, να πίνουν, να
κοιμούνται, ν' αδειάζουν τις κοιλιές τους, να κυλιούνται στη σκόνη και στη
λάσπη — να ποια ζωή κάνουν οι αθλητές». Ο μεγαλομάρτυρας Ηρακλής, που στα
δοξασμένα χρόνια περνούσε από άθλο σε άθλο, τέλεια ισορροπώντας κορμί και νου,
σιγά σιγά κατάντησε τεράστιο σώμα, στενό μέτωπο, οινοπότης και βουφάγος. Κι οι
καλλιτέχνες, που είχαν στις μεγάλες εποχές δημιουργήσει τον ιδανικό τύπο του
εφήβου, τώρα παριστάνουν με ωμό ρεαλισμό τ' αθλητικά σώματα που βλέπουν γύρα
τους, βαριά και βάρβαρα.
Και στην Ελλάδα,
όπως παντού, όταν αρχίζει πια ο ρεαλισμός να βασιλεύει, ο πολιτισμός ξεπέφτει.
Κι έτσι φτάσαμε στην άπιστη, ρεαλιστική, χωρίς υπερατομικό ιδανικό, μεγαλόστομη
ελληνιστική εποχή. Από το χάος στον Παρθενώνα, και τώρα από τον Παρθενώνα πίσω
στο χάος. Ο μέγας ανήλεος ρυθμός. Τα αισθήματα και τα πάθη ξεσπούν, χάνει ο
ελεύτερος άνθρωπος την πειθαρχία, φεύγει από τα χέρια του το χαλινάρι που
κρατούσε τα ένστιχτα σε μια ισορρόπηση αυστηρή. Πάθη, αισθηματολογίες,
ρεαλισμός· μια λαχτάρα μυστικόπαθη και μελαγχολική χύνεται στα πρόσωπα· τα
φοβερά μυθολογικά οράματα γίνουνται διάκοσμος, γδύνεται η Αφροδίτη σαν απλή γυναίκα,
ο Δίας αποχτάει τσαχπινιά και κομψότητα, κι ο Ηρακλής ξαναγυρίζει στο κτήνος. Η
Ελλάδα ύστερα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο αρχίζει και διαλύεται, χάθηκε η
πίστη στην πατρίδα, ο ατομικισμός θριαμβεύει. Πρωταγωνιστής πια δεν είναι ο
θεός ή ο ιδανικεμένος έφηβος, παρά ο πλούσιος πολίτης με τις ηδονές και τα πάθη
του, υλιστής, σκεπτικιστής και χαροκόπος. Το ταλέντο είχε αντικαταστήσει τη
μεγαλοφυΐα, και τώρα η καλαισθησία αντικαθιστά το ταλέντο. Και γεμίζει η τέχνη
παιδιά και γυναίκες κοκέτες, σκηνές ρεαλιστικές κι ανθρώπους κτηνώδεις ή
διανοούμενους...
