Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Ελένη εγκατέλειψε
τη ζωή της στη Σπάρτη και έφυγε με τον Πάρη. Τα τελευταία δέκα περίπου τα έχει
περάσει στην Τροία, ανάμεσα σε ξένους να βλέπει, έξω από τα τείχη τής πόλης, Αχαιούς και Τρώες να πολεμούν και να σκοτώνονται για χάρη της.
Ο Μενέλαος και
οι υπόλοιποι Αχαιοί πιστεύουν πως η Ελένη έχει βρεθεί εκεί παρά τη θέλησή της.
Αυτό φαίνεται στα λόγια τους σε
διάφορα σημεία τής Ιλιάδας, όπως για παράδειγμα στου Νέστορα όταν προσπαθεί να πείσει το στρατό να μην παραιτηθεί πρόωρα από την πολιορκία.
διάφορα σημεία τής Ιλιάδας, όπως για παράδειγμα στου Νέστορα όταν προσπαθεί να πείσει το στρατό να μην παραιτηθεί πρόωρα από την πολιορκία.
[ Ιλιάδα Β350-356 ]
Εγώ σας λέω, μαζί μας σύγκλινε του Κρόνου ο γιος ο γαύρος
τη μέρα εκείνη που στα γρήγορα καράβια τους οι Αργίτες
μπαίναν, στους Τρώες το μαύρο θάνατο και το χαμό να φέρουν ·
κι άστραφτε ο Δίας δεξιά, καλότυχα σημάδια δείχνοντάς μας.
Ας μη βιαστεί λοιπόν κανένας μας να γύρει στην πατρίδα,
πριν κάποιου Τρώα το ταίρι αρπάζοντας πλαγιάσει στο πλευρό
της,
να γδικηθεί τα λαχταρίσματα, τους θρήνους της Ελένης.
Όπως υποστηρίζει ο
Ι. Κακριδής, έτσι έφτασε μέχρι τον Όμηρο ο μύθος τής Ελένης. Η γυναίκα ήταν ένα πολύτιμο, μα άβουλο αντικείμενο στο έλεος
τής θέλησης των αντρών. Ο Όμηρος παίρνει τον παλιό μύθο όμως, και τον
χρησιμοποιεί για να χτίσει ένα έπος όπου η γυναίκα αποκτά ψυχή, γνώμη,
προτιμήσεις, προσωπικότητα. Κάτι τέτοιο περιπλέκει πάντα τα πράγματα. Η
συμπεριφορά τής Ελένης στα ομηρικά έπη φαίνεται πολλές φορές αντιφατική και δεν
μπορεί να εξηγηθεί εύκολα.
Ο Ζεύξις, ένας μεγάλος ζωγράφος του 5ου π.Χ. αιώνα, ήθελε να αποτυπώσει τη μορφή τής Ελένης. Μη μπορώντας να βρει αντάξιο μοντέλο, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει πέντε από τις ομορφότερες γυναίκες τής περιοχής. Δεν έπρεπε μόνο να αποτυπώσει την απόλυτη ομορφιά, αλλά και μια αινιγματική ψυχή· έργο καθόλου εύκολο ακόμα και για τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες.
Ο Ζεύξις, ένας μεγάλος ζωγράφος του 5ου π.Χ. αιώνα, ήθελε να αποτυπώσει τη μορφή τής Ελένης. Μη μπορώντας να βρει αντάξιο μοντέλο, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει πέντε από τις ομορφότερες γυναίκες τής περιοχής. Δεν έπρεπε μόνο να αποτυπώσει την απόλυτη ομορφιά, αλλά και μια αινιγματική ψυχή· έργο καθόλου εύκολο ακόμα και για τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες.
![]() |
| Ο Ζεύξις διαλέγει τα μοντέλα για την εικόνα τής Ελένης (ελαιογραφία τού François-André Vincent | πηγή εικόνας) |
Λίγο πριν τη μονομαχία τού Μενέλαου με τον Πάρη, η Ελένη
εμφανίζεται στα τείχη τής Τροίας. Αυτή η σκηνή έχει μια ιδιαιτερότητα. Η Ελένη
είναι το "έπαθλο" που θα πάρει ο νικητής τής μονομαχίας, όμως δεν είναι ορατή
στους δύο άντρες που τη διεκδικούν. Το "έπαθλο" βρίσκεται στη μέση τής σκηνής, όπως του αξίζει, όμως δεν είναι σε κοινή θέα να ενδυναμώνει την ορμή των
αγωνιστών, όπως συνηθιζόταν. Ο Όμηρος έχει βάλει την Ελένη σε θέση
παρατηρητή. Από εκεί ψηλά θα μιλήσει στον Πρίαμο για τους αρχηγούς τού στρατού των Αχαιών.
[ Ιλιάδα Γ161-180 ]
Έτσι έλεγαν, κι ο Πρίαμος φώναξε καλνώντας την Ελένη :
« Για σίμωσε εδώ πέρα, κόρη μου, και κάθισε μπροστά μου,
να δεις, αν θες, τον πρώτον άντρα σου, τους φίλους, τους
δικούς σου.
Εσύ δε μού' φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν, που μου
ασκώσαν
τον πολυδάκρυτο τον πόλεμο μαζί με τους Αργίτες.
Πες μου τον άντρα το θεόρατο κει πέρα πώς τον λένε ;
ποιός να' ναι εκείνος ο αψηλόκορμος κι αρχοντικός Αργίτης ;
Είναι άλλοι πιο αψηλοί, στο ανάστημα που τον περνούν, το
βλέπω,
όμως τόσο όμορφο τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ τους,
μηδέ και τόσο αλήθεια πέρφανο · ρηγάρχης πρέπει να' ναι. »
Κι η Ελένη τότε του
αποκρίθηκε, των γυναικών το θάμα :
« Καλέ πατέρα, και σε σέβουμαι και σε φοβούμαι αντάμα.
Κάλλιά’ ταν ν᾿
αδικοθανάτιζα, το γιο σου όντας ακλούθουν,
για νά' ρθω εδώ, το σπίτι αφήνοντας του αντρός μου, τους
δικούς μου
και τη μικρούλα θυγατέρα μου και τις γλυκές φιλιές μου.
Γραφτό δεν ήταν και δεν έγινε, γι᾿ αυτό θρηνώ και λιώνω.
Μα τώρα τούτο που με ρώτησες και θες να μάθεις άκου :
Τούτος ο ρήγας Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, λογιέται,
και βασιλιάς καλός και αδείλιαστος αντάμα πολεμάρχος ·
ήταν, δεν ήταν κάποτε κι εμέ της σκύλας αντραδέρφι ! »
Τα λόγια τής Ελένης
είναι διαφωτιστικά. Πρώτα απ΄ όλα, ξεκαθαρίζουν πως ακολούθησε τον Πάρη με τη
θέλησή της, και δεύτερον ότι θεωρούσε τον πατέρα του και δικό της πατέρα, όπως
ισχύει για κάθε νόμιμη σύζυγο. Η ψυχή όμως της Ελένης συνταράσσεται από βαθιές
τύψεις και κατηγορεί τον εαυτό της που έγινε αιτία να προκληθεί τόσος πόνος σε
Αχαιούς και Τρώες. Επίσης, νοσταλγεί την πατρίδα της και την κόρη της που εγκατέλειψε πριν
τόσα χρόνια. Ο Όμηρος παρακάτω προσθέτει μια ακόμα τραγική πινελιά: μάταια η Ελένη
ψάχνει ανάμεσα στους αρχηγούς τ΄ αδέλφια της, τους Διόσκουρους· δεν ξέρει καν
ότι έχουν από καιρό σκοτωθεί.
[ Ιλιάδα Γ234-244 ]
Κι όλους τους άλλους αστρομάτηδες τους βλέπω τώρα Αργίτες,
που τους γνωρίζω, και θα σού' λεγα και πώς τους λένε ακόμα ·
δυο μοναχά απ᾿ τους
στρατοκράτορες δε βλέπω, τον πυγμάχο
τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα, το γαύρο αλογατάρη,
τα δυο μου αδέρφια, που μας γέννησε μια μάνα και τους τρεις
μας.
Απ᾿ την πανώρια
Λακεδαίμονα μαζί δεν ήρθαν τάχα ;
Μπορεί κι εδώ στα πελαγόδρομα καράβια ν᾿ ακλουθήξαν,
μα τώρα στων αντρών τον πόλεμο δε θέλουν να χωθούνε
για τις μπομπές και τα ντροπιάσματα που σούρνει τ᾿ όνομά μου. »
Είπε, μα εκείνους η
πολύκαρπη κρατούσε γης εντός της,
από καιρό, στη Λακεδαίμονα, στο πατρικό τους χώμα.
Και για τον Πάρη τι
νιώθει άραγε η Ελένη; Τον συναντά μετά την φυγή του από τη μονομαχία με τον
Μενέλαο.
[ Ιλιάδα Γ426-436 ]
Κι η Ελένη εκεί, του βροντοσκούταρου καθίζει απάνω η κόρη,
κι αλλού κοιτάζοντας, τον άντρα της μιλώντας αποπαίρνει :
« Καλώς μας ήρθες απ᾿
τον πόλεμο ! Μακάρι ο ψυχωμένος
άντρας κει πέρα να σε σκότωνε, που πρώτο μου ήταν ταίρι.
Άλλοτε αλήθεια απ᾿
τον αντρόκαρδο Μενέλαο μού καυκιόσουν
πως είσαι πιο τρανός στη δύναμη, στα χέρια, στο κοντάρι.
Έλα λοιπόν, ξανά αντροκάλεσε και βγες να πολεμήσεις
με το Μενέλαο τον αντρόκαρδο ! Μα για καλό δικό σου
εγώ να σταματήσεις θά' λεγα, μηδέ ξανά να στήσεις
με τον ξανθό Μενέλαο πόλεμο και χτυπηθείς μαζί του
από αμυαλιά, τι το κοντάρι του λέω θα σε ρίξει χάμω. »
Δεν φαίνεται να τον έχει σε μεγάλη υπόληψη. Παρ΄ όλα αυτά, η
εξέλιξη της σκηνής δείχνει άλλα.
[ Ιλιάδα Γ437-447 ]
Είπε, κι ο Πάρης
αποκρίθηκε με τέτοια λόγια τότε :
« Γυναίκα, μην πετάς τα λόγια σου πικρά, μαλώνοντας με ·
τώρα ο Μενέλαος αν με νίκησε, τον βόηθησε η Παλλάδα.
Σειρά του και σειρά μου, τι έχουμε και μεις θεούς προστάτες.
Μον᾿ έλα τώρα να
πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε ·
τι την ψυχή μου δεν την πλάνταξε ποτέ λαχτάρα τόση,
μήτε απ᾿ τη Σπάρτη
την πανέμνοστη σα σ᾿ είχα αρπάξει τότε
και μες στα πλοία τα πελαγόδρομα τραβούσα, ως που η Κρανάη
μάς δέχτη το νησί, κι ευφράθηκα γλυκό φιλί κι αγκάλη,
ως τώρα σε ποθώ κι ολόγλυκια με λιώνει η πεθυμιά σου. »
Δεν την τραβολογάει με το ζόρι· τον ακολουθεί, όπως ίσως έκανε και
τότε που έφυγαν μαζί από τη Σπάρτη. Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι εδώ, ο Πάρης απλά ασκεί εξουσία πάνω σε μια αδύναμη και φοβισμένη
αιχμάλωτη. Θα είχε όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελένη την άνεση να του μιλά απαξιωτικά, όπως έκανε παραπάνω, χωρίς συνέπειες ;
Η Ελένη, στον Όμηρο, μοιάζει ερωτευμένη, όμως νοσταλγεί και το σπίτι της. Και η νοσταλγία της αυτή φαίνεται να υπερισχύει από κάποιο σημείο κι έπειτα – ίσως μετά τον θάνατο του Πάρη. Όταν
ο Οδυσσέας μπαίνει κρυφά στην Τροία, η Ελένη τον εντοπίζει και τον βοηθά. Χαίρεται μάλιστα όταν αυτός φεύγοντας σκοτώνει Τρώες, και αδιαφορεί όταν βλέπει
τις γυναίκες τους να τους κλαίνε (δ259 κ.ε.). Η Ελένη δεν έχει αναπτύξει
συναισθηματικούς δεσμούς στην Τροία. Μόνο ο Πρίαμος και ο Έκτορας την υποστήριζαν
μέσα εκεί. Οι άλλοι την έβλεπαν μόνο ως αιτία μεγάλων κακών.
Βάσει όλων αυτών όμως, πώς μπορεί να εξηγηθεί η στάση τής Ελένης όταν ο Δούρειος Ίππος έχει πια μπει μέσα στα τείχη τής
Τροίας, και οι Τρώες τον επεξεργάζονται και προσπαθούν να σιγουρευτούν ότι δεν
κρύβει κάποιον κίνδυνο. Γυροφέρνει η Ελένη την κατασκευή και φωνάζει τους πολεμιστές με τις φωνές των
γυναικών τους. Αυτοί από μέσα, μόλις την ακούνε, είναι έτοιμοι να πεταχτούν έξω
τινάζοντας την επιχείρηση στον αέρα. Το περιστατικό αφηγείται ο Μενέλαος στην
Οδύσσεια, όταν τον επισκέπτεται ο Τηλέμαχος. Η Ελένη έχει γυρίσει πια στη Σπάρτη και τα πράγματα έχουν ηρεμήσει.
[ Οδύσσεια δ265-289 ]
Τότε ο ξανθός
Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά της δίνει :
« Γυναίκα, αλήθεια όσα μολόγησες σωστά και δίκια είναι όλα ·
χώρες πολλές εγώ τριγύρισα, κι εκεί στα ξένα μέρη
περίσσιους αντρειωμένους γνώρισα, πού' χαν μυαλό και γνώση ·
όμως δεν έχουν δει τα μάτια μου κανέναν ως τα τώρα
που του Οδυσσέα του καρτερόψυχου την εξυπνάδα νά' χει.
Καθώς και τούτο που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος,
την ώρα που στο ξύλινο άλογο καθόμασταν οι Αργίτες
οι πιο αντρειανοί, σφαγή να φέρουμε και χαλασμό στους Τρώες.
Και συ ήρθες τότε εκεί · φαντάζουμαι, θα σ᾿ είχε σπρώξει κάποιος
απ᾿ τους θεούς, των
Τρώων που εγύρευε τη δόξα ν᾿ αβγατίσει.
Κι ως ήρθες, σ᾿
ακλουθούσε ο Δήφοβος ο θεοδιωματάρης ·
τρεις γύρους πήρες πασπατεύοντας τον κούφιο μας κρυψώνα,
κι απ᾿ τους Αργίτες
ονομάτιζες με τ᾿ όνομά τους όλους
τους πιο αντρειανούς, την ίδια παίρνοντας φωνή των γυναικών
τους.
Εγώ με το Διομήδη εκάθουμουν και το θεϊκό Οδυσσέα
στη μέση, κι άξαφνα σε ακούσαμε να μας φωνάζεις όλους.
Οι δυο μεμιάς ξεπεταχτήκαμε, μας έπιασε λαχτάρα
όξω να βγούμε για κι απόκριση να δώσουμε από μέσα,
και μοναχά ο Οδυσσέας μας κράτησε, τη φόρα κόβοντάς μας.
Οι γιοι των Αχαιών οι επίλοιποι βουβοί εκαθόνταν όλοι,
ο Άντικλος μόνο απόκριση ήθελε να δώσει δίχως άλλο ·
και βρέθηκε ο Οδυσσέας, που επίμονα σφαλνώντας του το στόμα
με τα δυο χέρια του τον έκοψε και μας εγλίτωσε όλους ·
κι ουδέ τον άφησε, ώσπου σ᾿
έσυρε μακριά από κει η Παλλάδα. »
Μια λογική εξήγηση
θα μπορούσε να είναι ότι Ελένη και Οδυσσέας είχαν συνεννοηθεί για όλα αυτά τότε
που είχαν συναντηθεί, και ότι η Ελένη προσποιείται, ώστε να μην υποψιαστούν οι
Τρώες ούτε την ίδια ούτε και την παγίδα που έκρυβε το Άλογο. Ποιός ξέρει;
Όμως εδώ το τι σκέφτεται και τι επιδιώκει η Ελένη δεν είναι σημαντικό. Άλλωστε, ο Πάρης έχει σκοτωθεί και η Ελένη είναι πια γυναίκα τού αδελφού του, του
Διήφοβου. Η σπουδαιότητα αυτής της σκηνής έγκειται στο ότι δείχνει με θαυμάσιο
τρόπο πόσο μεγάλη δύναμη έχει στην πραγματικότητα η γυναίκα πάνω στον αντρικό
ψυχισμό, πέρα και πάνω από την εκάστοτε θέση της στην κοινωνία.
