Τα Πλοία των Φαιάκων

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Μετά την αναχώρησή του από την Ωγυγία, το νησί τής Καλυψώς, με μια σχεδία ο Οδυσσέας ξεβράζεται στη γη των Φαιάκων, όπου και φιλοξενείται στο παλάτι τού βασιλιά Αλκίνοου. Εκεί τον φρόντισαν χωρίς να ρωτήσουν τίποτα για την ταυτότητά του. Μόνο όταν, στο τραπέζι που κάνουν προς τιμήν του, αρχίζουν να ακούγονται τραγούδια για τον Τρωικό Πόλεμο, κι ο Οδυσσέας δεν μπορεί να κρύψει την συγκίνησή του, ο οικοδεσπότης τον ρωτά ποιος είναι.

Ο Οδυσσέας στην αυλή τού Αλκίνοου
(ελαιογραφία τού Francesco Hayez, 1815 | πηγή εικόνας)

[ Οδύσσεια, θ 542-571 ]

Λοιπόν ας πάψει ο τραγουδάρης μας, χαρά να νιώθουμε όλοι,
κι εμείς, τον ξένο που φιλεύουμε, κι ο ξένος μας · δεν έχει
κάλλιο απ᾿ αυτό. Και μη δε δίνουμε στο σεβαστό μας ξένο
τώρα απ᾿ αγάπη και προβάδισμα και τιμημένα δώρα ;
Τον ξένο, τον ικέτη, πού' πεσε στα πόδια σου, τον νιώθεις
ίδια αδερφό, και λίγο αν έτυχε νά' χεις μυαλό. Για τούτο
και συ δε θέλω να μου κρύβεσαι · σε ό,τι ρωτώ αποκρίσου
πια δίχως δόλο · το καλύτερο θαρρώ είναι να μιλήσεις.
Πες τ᾿ ονομά σου ! Πώς σε φώναζαν η μάνα σου κι ο κύρης
κι οι άλλοι κει πέρα, μες στο κάστρο σας, κι ολόγυρα οι γειτόνοι ;
Κανείς δεν έμεινε ανομάτιστος ποτέ από τους ανθρώπους,
καν αχαμνόσογος καν άρχοντας, στον κόσμο μια και βρέθη.
Μόλις παιδιά οι γονιοί γεννήσουνε, τα νοματίζουν όλα.
Κι ακόμα πες μου, ποιά είν᾿ η χώρα σου κι η πόλη κι ο λαός σου,
για να σε πάνε τα καράβια μας με τους διαλογισμούς τους ·
τι εμείς οι Φαίακες στα καράβια μας δε θέμε καπετάνιους
κι ουδέ τιμόνια, σαν που βρίσκουνται στων άλλων τα καράβια ·
ό,τι λογιάζουμε, ό,τι θέλουμε μονάχα τους το βρίσκουν,
και των ανθρώπων όλων ξέροντας και καρπερά χωράφια
και πολιτείες, γοργά της θάλασσας τα πλάτη διαπερνούνε
συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο και καταχνιά, κι ουδ᾿ έχουν
φόβο ποτέ τους να βουλιάξουνε κι ουδέ ζημιά να πάθουν.
Ακούστε όμως και τούτο: ο κύρης μου, χρόνια παλιά, ο Ναυσίθος,
θυμούμαι πού' λεγε πως κάποτε θα θύμωνε μαζί μας
ο Ποσειδώνας, τι όλους σπίτια τους γερούς τους προβοδάμε ·
κι ένα καράβι μας καλόφτιαστο, την ώρα που θα' ρχόταν
από προβόδισμα, θα τό' σπαζε στο αχνό το πέλαο μέσα,
και με βουνό τρανό θα σκέπαζε την πολιτεία μας γύρα.
   Τέτοια ιστορούσε τότε ο γέροντας · μα αυτά θα τα τελέψει
για θα τ᾿ αφήσει ο θεός ατέλευτα, καθώς μαθές του αρέσει.


Ο Οδυσσέας στην παραλία τής Ιθάκης και το πετρωμένο πλοίο των Φαιάκων
(σχέδιο για παράσταση όπερας του Μοντεβέρντι, 1964 | πηγή εικόνας)

   Οι Φαίακες έχουν πλοία αβύθιστα, που κατευθύνονται από το νου των ανθρώπων και δεν έχουν ανάγκη από καπετάνιους και τιμόνια. Η επιστροφή τού Οδυσσέα στην Ιθάκη είναι πάνω απ΄ όλα ένα ταξίδι ιδεατό, ένα ταξίδι τού νου και της καρδιάς. Έτσι βρίσκει το δρόμο για την πατρίδα του. Οι διάφορες υποθέσεις για την πραγματική τοποθεσία των σταθμών τού Οδυσσέα, στη δεκάχρονη πάλη του να φτάσει την Ιθάκη, δεν έχουν αξία λοιπόν – παρά μόνο ίσως σαν παιχνίδι. Ο Όμηρος δεν ενδιαφέρεται για τη Γεωγραφία, παρά για το πώς θα βοηθήσει τον ακροατή του να βρει τον δρόμο του για κει όπου νιώθει «σα στο σπίτι του».

   Στη συνέχεια του έπους συμβαίνει κάτι μαγικό: οι στίχοι που εξιστορούν τις περιπέτειες του Οδυσσέα, από τότε που έφυγε απ’ την Τροία, βγαίνουν κατευθείαν από το στόμα τού ίδιου του ήρωα, σα νά’ ταν αυτός ο ραψωδός.